έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
αεροδέρνω — και ομαι 1. κλυδωνίζομαι από τον αέρα, παλεύω με τον άνεμο 2. είμαι έρμαιο αντίξοων περιστάσεων, ταλαιπωρούμαι, κατατρέχομαι … Dictionary of Greek
εμπαροίνημα — ἐμπαροίνημα, το (AM) μσν. ενέργεια μεθυσμένου αρχ. έρμαιο στις ορέξεις μεθυσμένου … Dictionary of Greek
ερμαϊκός — (I) ή, ό (AM Ἑρμαϊκός, ή, όν) [Ερμής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμή ή είναι όμοιος με τον Ερμή («ερμαϊκές στήλες» τετράγωνες λίθινες ή μαρμάρινες στήλες με την κεφαλή τού θεού Ερμή που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως οδοδείκτες) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ερμοκύλημα — το έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)] … Dictionary of Greek
κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν έναν σκούφο 2. φρ. «έχει γίνει κλοτσοσκούφι» έχει καταντήσει έρμαιο τών άλλων και, γενικά, άτομο άβουλο που τό περιφρονούν όλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλότσος + σκουφί] … Dictionary of Greek
λεπτίς — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων στη βόρεια Αφρική. 1. Λ. Μάγκνα (Leptis Magna). Αρχαία πόλη στην Τριπολίτιδα. Ήταν χτισμένη κοντά στη θέση της σημερινής λιβυκής Λάμπντα αλ Κουμς. Ιδρύθηκε πιθανότατα από τους Φοίνικες, περίπου το 1000 π.Χ., ως… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek